τσεπράς

τσεπράς
και ιδιωμ. τ. τσιπράς, ο, Ν
1. μαύρο στίγμα φρούτων και, ιδίως, τών πορτοκαλιών
2. (ο τ. τσιπράς συν. στον πληθ.) οι τσιπράδες
οι φακίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, ο τ. συνδέεται με το ρ. σήπω, σαπρός και έχει σχηματιστεί μέσω ενός τ. *σαπράδες (πρβλ. σαπρία «σήψη, σαπίλα»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τσεπριάζομαι — Ν [τσεπράς] είμαι γεμάτος τσεπράδες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”